- δαράται
- δάρατονβλ. δάρατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δάρατος — δάρατος, ο (Α) 1. είδος ψωμιού στη Θεσσαλία 2. (το ουδ.) δάρατον, το ψωμί ζυμωμένο χωρίς προζύμι 3. (το θηλ. στον πληθ.) δαράται γλυκίσματα που προσφέρονται στις τελετές τού γάμου ή τής καταγραφής τών παιδιών από τη φατρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek